ἐπίσχεσιν

ἐπίσχεσιν
ἐπίσχεσις
checking
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νέμηση — η (Α νέμησις, έως, ιων. γεν. ιος) νεοελλ. (κληρον. δίκ.) η από τον ανιόντα διανομή τής περιουσίας του μεταξύ τών κατιόντων του αρχ. 1. διανομή, μοίρασμα («διαφορᾱς τινος αὐτοῑς γενησομένης ἐν τῇ νεμήσει τοῡ χωρίου», Ισαί.) 2. η περιοχή, το έδαφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”